ἀμνησίκακος

ἀμνησίκακος
ἀμνησίκακος, ον (μνησικακέω ‘remember past injury’; Philo, De Jos. 246.—Nicol. Dam.: 90 Fgm. 130, 59 p. 402, 19 Jac. μνησίκακος; 130, 117 p. 415, 25 ἀμνησικακεῖν) pert. to not recollecting any evil done to one, bearing no malice, forgiving (w. εἰλικρινής, ἀκέραιος) εἰς ἀλλήλους bearing no malice toward each other 1 Cl 2:5. ἀμνησίκακον εἶναι Hm 8:10; of God 9:3.—DELG s.v. μιμνήσκω.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀμνησίκακος — forgiving masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμνησίκακος — η, ο (Α ἀμνησίκακος, ον) αυτός που δεν μνησικακεί, που δεν διατηρεί στη μνήμη του το κακό, που δεν μισεί εκείνους που τόν έβλαψαν, ο μη εκδικητικός, ανεξίκακος, αγαθός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μνησίκακος. ΠΑΡ. ἀμνησικακία αρχ. ἀμνησικακῶ] …   Dictionary of Greek

  • αμνησίκακος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε θυμάται το κακό που του έκαναν, ο μη εκδικητικός: Όλοι τον αγαπούσαν, γιατί ήταν άνθρωπος αγαθός, αμνησίκακος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀμνησικάκως — ἀμνησίκακος forgiving adverbial ἀμνησίκακος forgiving masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμνησίκακον — ἀμνησίκακος forgiving masc/fem acc sg ἀμνησίκακος forgiving neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμνησικάκοις — ἀμνησίκακος forgiving masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμνησικάκου — ἀμνησίκακος forgiving masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμνησικάκους — ἀμνησίκακος forgiving masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμνησικάκων — ἀμνησίκακος forgiving masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμνησικάκῳ — ἀμνησίκακος forgiving masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμνησίκακε — ἀμνησίκακος forgiving masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”